ἐνίοι

ἐνίοι
ἐνίοῑ , ἔνειμι
sum
pres opt act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἔνιοι — some masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένιοι — εσν α (Α ἔνιοι, αι, α) νεοελλ. αρχ. μερικοί, κάποιοι, κάμποσοι, λίγοι (α. «παρατηρείται σε ένιες περιπτώσεις συγγραφέων» β) «ἔνιοι τῶν στρατηγῶν», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σπαν. στον ενικό) α) «ἐὰν ἔχωσιν ἔνιον ἐρύθημα» κάποια κοκκινίλα (Ξεν.) β) «οὐ πᾱσα …   Dictionary of Greek

  • ἐνίων — ἔνιοι some fem gen pl ἔνιοι some masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνίαις — ἔνιοι some fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνίοισι — ἔνιοι some masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνίοισιν — ἔνιοι some masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνίους — ἔνιοι some masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνια — ἔνιοι some neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνιαι — ἔνιοι some fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενίοτε — (Α ἐνίοτε) [ένιοι] επίρρ. καμιά φορά, κάποτε, πότε πότε, μερικές φορές, σε μερικές περιπτώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἔνιοι κατά το πρότυπο τών ὅτε, ποτέ (βλ. και λ. ἔνιοι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”